- τρελός
- και παλ. τ. τρελλός, -ή, -ό, Ν1. (ως επίθ. και ως ουσ.) φρενοβλαβής, παρανοϊκός, παράφρονας2. ανόητος, απερίσκεπτος («τρελές σκέψεις»)3. άτακτος, ο χωρίς πειθαρχία («τρελό κορίτσι»)4. αυτός που επιθυμεί κάτι μανιωδώς («είμαι τρελός για σένα»)5. το αρσ. ως ουσ. ο τρελός(στο σκάκι) καθένα από τα δύο πιόνια που μετακινούνται μόνο διαγωνίως, αξιωματικός6. παροιμ. α) «τρελός παπάς σέ βάφτισε» — λέγεται σε ανθρώπους που παραλογίζονται, που ανοηταίνουνβ) «τρελού κεφάλι δεν γερνά» — ο άνθρωπος που δεν έχει έγνοιες αισθάνεται πάντοτε εύθυμος και νεάζει.επίρρ...τρελά Ν1. κατά τον τρόπο των τρελών2. σε μεγάλο βαθμό, πέρα από κάθε όριο.[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το επίθ. έχει προέλθει από το αρχ. επίθ. τρηρός «ελαφρός» (βλ. λ. τρήρων) με τροπή τού -η- σε -ε- πριν από υγρό σύμφωνο (πρβλ. σίδηρος: σίδερο) και ανομοιωτική τροπή τού δεύτερου -ρ- σε -λ-. Κατ' άλλη ωστόσο άποψη, το επίθ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τα ανθρωπωνύμια Τρέλλος και Τρέλλων, που μαρτυρούνται στον μιμογράφο τού 5ου π.Χ. αιώνα Σώφρονα].
Dictionary of Greek. 2013.